- Views 2521
Η ικανοποίηση και η χαρά μας για το καλό ξεκίνημα των ποδοσφαιρικών μας ομάδων στην Ευρωπαϊκή πορεία τους πνίγηκε στο τεράστιο κύμα θλίψης, οδύνης και οργής που σήκωσε η άνανδρη δολοφονία του νεαρού φιλάθλου της ΑΕΚ Μιχάλη Κατσουρή από αδίστακτους χούλιγκαν φασίστες νεοναζί Κροάτες.
Η στάση του Ελληνικού κράτους, που παρακολουθούσε απαθώς την επέλαση του δολοφονικού τάγματος, δεν μπορεί να κατανοηθεί και να δικαιολογηθεί σε καμία περίπτωση με την ανικανότητα κατώτερων αξιωματικών της Ελληνικής αστυνομίας και αποτελεί ξεκάθαρα ένα ακόμη αποδεικτικό στοιχείο της ανοχής του, αν μη τι άλλο, στην οπαδική βία γιατί το εξυπηρετεί πολιτικά.
Το αστικό κράτος όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά γενικά με τις ευλογίες των ΠΑΕ περιθάλπει έντεχνα και συγκαλυμμένα έναν ιδιότυπο αθλητικό φονταμενταλισμό, που γεννάει το επικίνδυνο τέρας της φασίζουσας, ρατσιστικής, εθνικιστικής οπαδικής βίας, η οποία όλο και συχνότερα τελευταία ξεφεύγει από τον έλεγχο του και του προκαλεί διαχειριστικά προβλήματα.
Η παρείσφρηση φασιστικών θυλάκων όπως οι ultras και άλλων στο οπαδικό κίνημα, που το εκτρέπουν από τους αυθεντικούς σκοπούς του δεν είναι καθόλου τυχαία.
Είναι προφανές ότι το ταξικό (αστικό) κράτος έχει ανάγκη από κοινωνικούς θεσμούς, που λειτουργούν σαν δεξαμενές ελεγχόμενης έκκλησης των συναισθημάτων που καταπιέζουμε στην πραγματική μας ζωή, μέσω των μηχανισμών κοινωνικού ελέγχου-αυτοελέγχου που διαμορφώνονται (το κατά Φρόυντ Υπερεγώ και κατά Pierre Bourdieu κοινωνικό habitus). Η διαδικασία αυτή είναι απαραίτητη στον άνθρωπο για την πρόκληση λυτρωτικών αισθημάτων εσωτερικής ανακούφισης & αποφόρτισης.
Ο αθλητισμός σε σχέση με άλλες μιμητικές δραστηριότητες της σχόλης & κύρια σε σχέση με την τέχνη, είναι ο πιο αποτελεσματικός θεσμός ελεγχόμενης έκκλησης καταπιεσμένων συναισθημάτων, λόγω των συγκριτικών δομικών & λειτουργικών πλεονεκτημάτων του όπως είναι η in toto σύγκρουση μεταξύ ανθρώπινων όντων (καθολική γιατί είναι σωματική, ψυχική & πνευματική), η αμεσότερη ικανοποίηση του
(κατά John Huizinga) κοινωνικού ορμέμφυτου του παιγνιδιού, η σύνδεση του με τον τζόγο (ΟΠΑΠ – παράνομο στοίχημα) & η απλοϊκή ανεπιτήδευτη & ταυτόχρονα ποιοτική αισθητική του, που είναι βατή για τα πλατιά λαϊκά στρώματα, χωρίς προαπαιτούμενο υψηλό επίπεδο παιδείας & κουλτούρας.
Για το κράτος αυτός ο μηχανισμός είναι ότι για τον πυροτεχνουργό η ελεγχόμενη έκρηξη βόμβας. Το πρόβλημα για το κράτος ξεκινάει από το σημείο που κάτω από την πίεση οξυμένων κοινωνικών συνθηκών (φτώχια, ανεργία) ή και εγγενών δυσλειτουργιών του αθλητισμού (διαφθορά, τζόγος κ.ο.κ.), η έκκληση των καταπιεσμένων συναισθημάτων πραγματοποιείται ανεξέλεγκτα & εκτρέπεται σε ακραία βίαιη συμπεριφορά. Εν τέλει το κράτος είναι αναγκασμένο να εκτρέφει ένα φαινόμενο η εκτροπή των λειτουργιών ντου οποίου προκαλούν προβλήματα και στο ίδιο.
Επιπρόσθετα ο αθλητισμός μέσω της ανάπτυξης του ιδιότυπου φονταμενταλισμού κυρίως στους κόλπους των οργανωμένων οπαδών, προσφέρει στο κράτος τη δυνατότητα δημιουργίας & προβολής στην κοινωνία εικονικών ανταγωνιστικών δίπολων όπως π.χ. Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός ή Αγγλία – Σκωτία, τα οποία αλλοιώνουν η συσκοτίζουν μέχρι ένα σημαντικό βαθμό τις αντικειμενικά κυρίαρχες κοινωνικές αντιθέσεις & επικαλύπτουν εν μέρει τα πραγματικά ανταγωνιστικά δίπολα εργασία – κεφάλαιο, εργατική – αστική τάξη ή κοινωνικός χαρακτήρας παραγωγής – ατομική ιδιοποίηση του πλούτου.
Συνεπώς το κράτος έχει ανάγκη από έναν χειραγωγημένο αθλητισμό στον οποίο επενδύει & τον οποίο άλλωστε συνδέει άμεσα πολλές φορές και τον εντάσσει σε γενικότερες πολιτικές στρατηγικές του, όπως π.χ. το Ελληνικό κράτος συνέδεσε τον αθλητισμό με το δόγμα της ισχυρής Ελλάδας.
Παράλληλα η βία στα γήπεδα δεν έχει αξιολογηθεί ανάλογα με τη βαρύτητα της από τις κοινωνικές επιστήμες & κατά συνέπεια δεν έχει ερευνηθεί επαρκώς , τόσο σε ευρωπαϊκό όσο & σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στην Ελλάδα δε οι όποιες έρευνες έγιναν (1986-88 Καποδιστριακό νΠανεπιστήμιο, 1991-93 Πάντειο Πανεπιστήμιο, 1993-95 ΤΕΙ Αθήνας) είναι μονομερείς, περισσότερο στατιστικού χαρακτήρα & παραπέμφθηκαν στις καλένδες.
Η συζήτηση γύρω από το πρόβλημα έχει περιοριστεί στην καταστολή, ενώ το κράτος κάθε φορά που η κατάσταση ξεφεύγει εντελώς από τον έλεγχο του, επιδίδεται σε λεονταρισμούς & επιδιώκει με διοικητικές αποφάσεις την επικοινωνιακή διαχείριση του.
Όπως επισημαίνει εύστοχα σε παλιότερο άρθρο του με τίτλο «το πρόβλημα της βία στα γήπεδα προς μια εναλλακτική προσέγγιση» ο κοινωνιολόγος Αλέκος Καποδίστριας «Είναι ερευνητικά αποδεδειγμένο ότι περιόδους εντονότερης αστυνόμευσης ακολουθούν περίοδοι ποσοτικής και ποιοτικής έξαρσης της βίας στα γήπεδα. Το πρόβλημα ενός αυταρχικού πλαισίου καταστολής γίνεται περισσότερο σύνθετο στο φόντο της κοινωνικής σύνθεσης της ελληνικής «κερκίδας».
Τα ελληνικά γήπεδα είναι πολύ δύσκολο να προσελκύσουν τα οικονομικά πληττόμενα, μεσαία κοινωνικά στρώματα και υποχρεωτικά υποδέχονται έναν ευρέως διαστρωματωμένο νεανικό πληθυσμό και μαζί με αυτόν έναν «πολιτισμό της κερκίδας» με ιδιαίτερα εκφραστικά
χαρακτηριστικά.»
Η βία στα γήπεδα, που όπως είναι επιστημονικά γενικά αποδεκτό αποτελεί μία από τις κύριες εκφάνσεις της γενικότερης κοινωνικής βίας, είναι ένα εξαιρετικά σύνθετο βιοψυχολογικό & κοινωνικό φαινόμενο. Θα είμαστε πολύ κοντά στην πραγματικότητα αν φανταστούμε τον αθλητισμό σαν έναν διακριτό θεσμοθετημένο κοινωνικό χώρο μέσα στον οποίο εκβάλλεται ένα μεγάλο μέρος της κοινωνικής βίας, η οποία καθόλου τυχαία αλλά αντίθετα κάτω από την καταλυτική επίδραση των πολιτισμικών δεδομένων κάθε κοινωνίας παίρνει αυτή τη συγκεκριμένη & εξειδικευμένη μορφή.
Αντίστοιχα μέσα από παρεμφερείς διαδικασίες η συνολική κοινωνική βία διαφοροποιείται & σε άλλες μορφές που εκβάλλονται σε άλλους θεσμικούς η μη κοινωνικούς χώρους, πολλές φορές & χύμα στους δρόμους & τις πλατείες.
Είναι πρόδηλο ότι η λυσιτελής προσέγγιση του πολύπλοκου φαινομένου σε εθνικό επίπεδο δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο με το συνδυασμό μιας άρτια σχεδιασμένης & οργανωμένης διεπιστημονικής έρευνας & της εμπειρικής του μελέτης που θα μπορούσε ενδεχομένως μεταξύ άλλων να έχει τις στοχεύσεις :
α) εντοπισμός των κοινωνικών αιτιών της βίας
β) διαδικασία χαλάρωσης των ελέγχων – καταναγκασμών, της ελεγχόμενης έκλυσης συναισθημάτων & των παραγόντων υπέρβασης – εκτροπής, στο πλαίσιο του αθλητισμού ως μιμητικής δραστηριότητας
της σχόλης
γ) ανάλυση των βιολογικών & ψυχολογικών μηχανισμών έκκλησης συναισθημάτων & συγκίνησης των ανθρώπινων όντων (ο φυσιολογικός μηχανισμός της συγκίνησης δεν έχει ερευνηθεί επαρκώς σε σχέση με ευχάριστα συναισθήματα)
δ) τυπολογία της οπαδικής βίας (τόσο το μπουκάλι που πετάει ο σταρ της αστικής δημοσιογραφίας στο κεφάλι του διαιτητή όσο, οι βανδαλισμοί, τα ραντεβού θανάτου των οπαδών και οι δολοφονίες συνιστούν διαβαθμισμένη βία διαφορετικού τύπου
ε) κοινωνικό προφίλ οργανωμένων οπαδών
στ) δυσλειτουργίες του αθλητισμού που ευνοούν τη βία
ζ) σχέση κράτους – βίας
η) Ιδεολογική και οργανική σχέση της οπαδικής βίας με το φασισμό – νεοναζισμό και το ρατσισμό.
Μια τέτοια σφαιρική προσέγγιση του φαινομένου της οπαδικής βίας θα αποτελέσει ένα από τα ισχυρότερα ιδεολογικά όπλα ενός νέου αυθεντικού δημοκρατικού ριζοσπαστικού αθλητικού κινήματος, συντονισμένου και συνδεδεμένου με το εργατικό λαϊκό κίνημα, που θα διεκδικεί δυναμικά το συνολικό επαναπροσδιορισμό του αθλητισμού στις σύγχρονες συνθήκες.